- νιτρίδια
- ταχημ. κατηγορία ανόργανων χημικών ενώσεων στις οποίες συνδυάζονται άτομα αζώτου με άτομα ενός ή περισσότερων άλλων στοιχείων, μετάλλων ή αμετάλλων, όπως λ.χ. νιτρίδιο τού βορίου, νιτρίδιο τού βαναδίου, νιτρίδιο τού πυριτίου κ.λπ.
Dictionary of Greek. 2013.